- αρτιοδάκτυλος
- ος , ον парнокопытный;
τα αρτιοδάκτυλα — парнокопытные
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τα αρτιοδάκτυλα — парнокопытные
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δάκτυλος — Το δάχτυλο (βλ. λ.). (Μετρ.) Πόδας κυρίως της αρχαίας, αλλά και της νεότερης μετρικής. Ο αρχαίος δ. αποτελείται από δύο στοιχεία: τη θέση (που προηγείται) και την άρση (που ακολουθεί). Από την άποψη της ποσότητας (χρονικής διάρκειας) τα δύο αυτά… … Dictionary of Greek
ζυγοδάκτυλος — η, ο 1. αυτός που έχει ζυγό, αριθμό, άρτιο αριθμό δακτύλων, ο αρτιοδάκτυλος 2. ζωολ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ζυγοδάκτυλα τα πτηνά που έχουν το μεγάλο εξωτερικό δάκτυλο κάθε ποδιού στραμμένο προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. ζυγός + δάκτυλος. Η … Dictionary of Greek